ἐπεκτύπησ'

ἐπεκτύπησ'
ἐπεκτύπησα , ἐπικτυπέω
make
aor ind act 1st sg
ἐπεκτύπησο , ἐπικτυπέω
make
plup ind mp 2nd sg
ἐπεκτύπησο , ἐπικτυπέω
make
perf imperat mp 2nd sg
ἐπεκτύπησε , ἐπικτυπέω
make
aor ind act 3rd sg
ἐπεκτύπησαι , ἐπικτυπέω
make
perf ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επικτυπώ — ἐπικτυπῶ, έω (AM) προκαλώ θόρυβο χτυπώντας επάνω σε κάτι (α. «τοῑν ποδοῑν ἐπικτυπῶν βάδιζε», Αριστοφ. β. σάκεα ξιφέεσσιν ἐπέκτυπον, Απολλ. Ρόδ.) μσν. καταφέρω χτυπήματα αρχ. αντηχώ («πᾱς δ’ ἐπεκτύπησ’ Ὄλυμπος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”